- σπίνθραξ
- σπίνθραξ, ακος, ὁ,= σπινθήρ, Sext.Ca.8.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπίνθραξ — ακος, ὁ, Α σπινθήρας, σπίθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος εκφραστικός τ. τού σπινθήρ* (πρβλ. ἄνθραξ)] … Dictionary of Greek